-
1 αέρας
ο1) воздух; атмосфера;καθαρός αέραέρας — чистый, свежий воздух;
ρευστός αέρας физ. — жидкий воздух;
πεπιεσμένος αέρας — сжатый воздух;
ο αέρας γέμισε καπνό — воздух загрязнён дымом;
2) ветер;ευνοϊκός αέρας — попутный ветер;
ενάντιος ( — или αντίθετος) αέρας — встречный ветер;
3) климат;ο αέρας τού νησιού δεν τον ωφελεί — климат острова для него вреден;
4) осанка; манера держаться;αύτη έχει αέρα αρχοντιάς — у неё аристократическая манера держаться;
5) малость; чуть-чуть;τό φόρεμα θέλει έναν αέρα μακρύτερο — платье надо чуть-чуть удлинить;
6) тех (небольшой) зазор;7) уверенность, смелость в обращении;του λείπει ο αέρας — у него нет уверенности (в манере держаться);
8) проворство, сноровка, ловкость;πήρε τον αέρα της δουλείας — он освоился с работой;
9) развязность, наглость;μπήκε στο γραφείο με αέρα — он бесцеремонно вошёл в кабинет;
10) вознаграждение маклера или посредника;11) отступное;πήρε εκατό χιλιάδες αέρα — ему дали сто тысяч отступного;
12) право на надстройку здания; верх здания (годный для надстройки);αγόρασα τον αέρα — я купил право на надстройку здания;
13) вид (из окна);τό νέο κτίριο μας έκοψε τον αέρα — новое здание закрыло нам вид из окна;
§ λόγια τού αέρα — пустые слова;
αέρας φρέσκος ( — или каβουρδιστός) — пустые слова, пустые обещания;
έχω πολύν αέρα — воображать о себе;
παίρνω πολύν αέρα — наглеть; — становиться нахальным;
αέρα κοπανάω ( — или κοπανίζω) — а) заниматься бесполезным делом, толочь воду в ступе; — б) говорить на ветер, впустую;
πήρε ο νούς του αέρας — или πήραν τα μυαλά του αέρα — он возомнил о себе; — он зазнался;
τού'κοψα τον αέρα — я с него сбил спесь;
αυτός πηγαίνει πάντα κατά πού φυσάει ο αέρας прям., перен. — он всегда плывёт по течению;
στον αέρα — на ветер, напрасно, впустую;
αέρα! — а) воен, ура! (при атаке); — б) долой!, вон!, убирайся!
-
2 воздух
воздух м о αέρας· чистый \воздух о καθαρός αέρας· на от крытом \воздухе στο ύπαιθρο* * *мο αέραςчи́стый во́здух — ο καθαρός αέρας
на откры́том во́здухе — στο ύπαιθρο
-
3 чистый
чистый καθαρός; διαυγής (ясный)' \чистый воздух о καθαρός αέρας* * *καθαρός; διαυγής ( ясный)чи́стый во́здух — ο καθαρός αέρας
-
4 чистый
επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•-ое помещение καθαρός χώρος•
чистый воздух καθαρός αέρας•
-ая рубашка καθαρό πουκάμισο•
-ые руки καθαρά χέρια.
2. γιορτινός, επίσημος.3. που δε λερώνει•-ая работа καθαρή δουλειά.
4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•-ая работа επιμελημένη εργασία.
|| τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.
7. αμιγής, γνήσιος•-ое золото καθαρό χρυσάφι•
чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•
-ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.
|| διαφανής• διαυγής•-ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.
|| (για ζώα) καθαρόαιμος•-ая порода καθαρή ράτσα•
8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•чистый голос καθαρή φωνή.
|| ευκατάληπτος, εύληπτος•-ое произношение καθαρή προφορά.
9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•-ая душа καθαρή ψυχή•
-ая любовь αγνή αγάπη.
|| παρθενικός, αθώος•-ая девочка αγνό κορίτσι.
10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•-ым путм με την έντιμη οδό.
|| νέτος• καθαρός•чистый вес καθαρό βάρος•
-ая прибыль καθαρό κέρδος•
чистый доход καθαρό έσοδο.
|| ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.
11. πλήρης, παντελής•чистый вздор καθαρή ανοησία.
12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.
13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•-ая наука καθαρή επιστήμη•
εκφρ.- ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•- ая отставка – παλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα. -
5 свежий
свежий 1) φρέσκος; \свежийая рыба το φρέσκο ψάρι; \свежийее молоко το φρέσκο γάλα 2) (ο погоде) δροσερός; \свежий воздух ο καθαρός αέρας* * *1) φρέσκοςсве́жая ры́ба — το φρέσκο ψάρι
све́жее молоко́ — το φρέσκο γάλα
2) ( о погоде) δροσερόςсве́жий во́здух — ο καθαρός αέρας
-
6 ясный
επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•-ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•
ясный свет λαμπερό φως.
|| στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•-ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.
2. αίθριος, ξάστερος•-ое небо αίθριος ουρανός•
-ая погода ξαστεριά.
|| διαυγής, διαφανής, καθαρός•ясный воздух καθαρός αέρας.
3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•-ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.
4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•-ая дикция καθαρή προφορά•
ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.
|| πειστικός•-ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.
|| σαφής•ясный ответ σαφής απάντηση•
-ое понятие σαφής έννοια.
5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•-ое намерение φανερή πρόθεση.
εκφρ.- ое дело – φανερή υπόθεση•ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα. -
7 fresh
[freʃ]1) (newly made, gathered, arrived etc: fresh fruit (= fruit that is not tinned, frozen etc); fresh flowers.) φρέσκος2) ((of people etc) healthy; not tired: You are looking very fresh this morning.) φρέσκος,ακμαίος3) (another; different; not already used, begun, worn, heard etc: a fresh piece of paper; fresh news.) καινούριος4) ((of weather etc) cool; refreshing: a fresh breeze; fresh air.) δροσερός/καθαρός(αέρας)5) ((of water) without salt: The swimming-pool has fresh water in it, not sea water.) γλυκό(νερό)•- freshen- freshly
- fresh-water -
8 ozone
-
9 благорастворение
-я ουδ.στην εκφρ. благорастворение воздухов εκκλσ. ευαερία.(αστ.) καθαρός αέρας, καλός καιρός, καλό κλίμα. -
10 здоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о1. υγιής, γερός• ζωηρός•здоровый организм γερός οργανισμός•
-вид ζωηρή όψη•
в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).
|| μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•-ая политика σωστή πολιτική•
-ая критика σωστή κριτική•
-ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).
2. υγιεινός•здоровый ая пища υγιεινή τροφή•
здоровый воздух καθαρός αέρας.
3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.εκφρ.будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•по добру по –ву – ε το καλό•убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό. -
11 укрепить
ρ.σ.μ.1. στερεώνω, στεργιώνω πιο γερά• σταθεροποιώ• συνδέω πιο γερά•укрепить ш10-тину στερεώνω πιο γερά το φράγμα•
укрепить доску гвоздями καρφώνω γερά τη σανίδα.
|| μτφ. δυναμώνω•укрепить власть στεργιώνω την εξουσία•
-дружбу δυναμώνω τη φιλία.
2. τονώνω, ενισχύω•южный климат -ил его здоровье το νότιο κλίμα καλυτέρευσε την υγεία του•
укрепить нервы τονώνω τα νεύρα•
свежий воздух -ил его лгкие ο φρέσκος (καθαρός) αέρας τόνωσε τα πνευμόνια του.
3. (στρατ.) οχυρώνω•укрепить местность οχυρώνω την τοποθεσία•
укрепить город οχυρώνω την πόλη.
4. ισχυροποιώ, κραταιώνω•страну κάνω τη χώρα ισχυρή (κραταιά).
1. στερεώνομαι, στεργιώνομαι • σταθεροποιούμαι.2. δυναμώνω• τονώνομαι•нервы -лись τα νεύρα τονώθηκαν.
|| ισχυροποιούμαι.3. μτφ. θεμελιώνομαι, ριζώνω• μένω ακλόνητος, ακράδαντος•укрепить в своих убеждениях μένω ακλόνητος στις πεποιθήσεις μου.
4. οχυρώνομαι•войска -лись на склонах горы τα στρατεύματα οχυρώθηκαν στις πλαγιές του βουνού.
-
12 свежесть
-и θ.1. φρεσκάδα, δροσερότητα, νωπότητα.2. η δροσιά, ο καθαρός και δροσερός αέρας.3. υγιεινή όψη, φρεσκάδα.εκφρ.не первой -и – α) όχι τελείως φρέσκος, λίγο μπαγιάτικος.β) όχι εντελώς καθαρός, λίγο ακάθαρτος.
См. также в других словарях:
σάρωση — η / σάρωσις, ώσεως, ΝΑ [σαρῶ ( ώνω)] το σάρωμα («σάρωσις φύλλων», πάπ.) νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) διαδικασία ψηλάφισης αντικειμένου, μέσω στενής και διαδοχικά μετακινούμενης φωτεινής ή ηλεκτρονικής δέσμης, που αποσκοπεί στην ανάλυση τού συνολικού… … Dictionary of Greek
ζωντανεύω — ζωντάνεψα, ζωντανεμένος 1. μτβ., επαναφέρω στη ζωή: Δεν μπορείς να ζωντανέψεις το νεκρό. 2. ζωογονώ: Ο καθαρός αέρας με ζωντάνεψε. 3. απεικονίζω ή περιγράφω κάτι παραστατικά: Πέτυχε με το έργο του να ζωντανέψει μια ολόκληρη εποχή. 4. αμτβ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… … Dictionary of Greek
αίθρος — αἶθρος, ο (Α) καθαρός και ψυχρός αέρας τού πρωινού, ψύχος, κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ. ΠΑΡ. αιθριάζω, αρχ. αἰθριῶ] … Dictionary of Greek
αερώτατος — η, ο 1. πολύ ευάερος, πολύ δροσερός 2. ο πολύ καθαρός 3. ο πολύ ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κατάλ. ώτατος, κατά τα επίθ. υπερθ. βαθμού] … Dictionary of Greek
ευάεια — εὐάεια, ἡ (Α) [ευαής] δροσερός, καθαρός, υγιεινός αέρας … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αναπνέω — ανάπνευσα 1. παίρνω αναπνοή, ανασαίνω: Στις μεγάλες πόλεις ο αέρας που αναπνέουν οι άνθρωποι δεν είναι καθαρός. 2. ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω: Άκουσα το νέο και ανάπνευσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)